ἀγητά

ἀγητά
ἀγητός
admirable
neut nom/voc/acc pl
ἀγητά̱ , ἀγητός
admirable
fem nom/voc/acc dual
ἀγητά̱ , ἀγητός
admirable
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀγήτα — Ἀγήτᾱ , Ἀγήτας masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀγήτᾱ , Ἀγήτας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγήτας — Ἀγήτᾱς , Ἀγήτας masc acc pl (doric aeolic) Ἀγήτᾱς , Ἀγήτας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγητάς — ἀγητά̱ς , ἀγητός admirable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγήταν — Ἀγήτᾱν , Ἀγήτας masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄγηθ' — Ἄγητε , Ἄγητος masc voc sg Ἄγητα , Ἀγήτας masc voc sg (doric aeolic) Ἄγητα , Ἀγήτας masc nom sg (epic doric aeolic) Ἄγηται , Ἀγήτας masc nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονητά — ὀνητά (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀνητά μεμπτά». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομαι «κατηγορώ», αναλογικά προς το ἀγητά, ενώ, κατ άλλους, ο τ. θα πρέπει να διορθωθεί σε ὀνοστά ή ὀνοτά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”